Словарное определение: |
---|
ἶρις, ἴριδος (ιρ) ἡ (эп. dat. pl. ἴρισσιν) 1) радуга (δράκοντες ἴρισσιν ἐοικότες Hom.; ἡ ἶρις δι ἀνάκλασιν γίγνεται Arst.; ἶρις άντικρυς ἡλίου φαίνεται Plut.): ἠΰτε πορφυρέην ἶριν τανύσση̣ Ζεύς Hom. словно багряную радугу простер Зевс; 2) радужный круг (περὶ τοὺς λύχνους Arst.; ἐπὶ τὴν κεφαλήν τινος NT); 3) цветной кружок (на павлиньем хвосте) (ἐπ άκροις τοῖς πτεροῖς Luc.); 4) бот. ирис (ἶρις άνθος Arst.). |
|